- καπίκι
- το(λ. ρωσ.)1. ρωσικό νόμισμα που ισοδυναμεί με το ένα εκατοστό του ρουβλίου: Το ρούβλι έχει εκατό καπίκια.2. στην πρέφα και σε μερικά χαρτοπαίγνια σημαίνει τη μονάδα κέρδους, δηλ. το αντίτιμο για κάθε πόντο: Κέρδισα χίλια καπίκια στην πρέφα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.